- Κήρυκας
- Κήρυξmasc acc plΚήρυκεςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο 1. αυτός που κηρύσσει, αυτός που διδάσκει ιδέες: Είναι κήρυκας του θείου λόγου. 2. αυτός που φέρνει προτάσεις ανακωχής, ειρήνης, κτλ., μεταξύ εμπολέμων: Έστειλαν κήρυκα για ειρήνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήρυκας — κῆρυξ herald masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… … Dictionary of Greek
κηρυκεύω — (Α κηρυκεύω) [κήρυξ] είμαι κήρυκας, ασκώ καθήκοντα κήρυκα («μηδὲ κηρυκευσάτω, μηδέ πρεσβευσάτω, μηδὲ τους πρεσβεύσαντας κρινέτω», Αισχίν.) αρχ. 1. γνωστοποιώ («τὰ δὲ τοιάδε χρή κηρυκεύειν», Ευρ.) 2. (με γεν.) είμαι κήρυκας κάποιου («κηρυκεύειν… … Dictionary of Greek
στρατοκήρυξ — ήρυκος, ὁ, Α 1. στρατιωτικός κήρυκας, κήρυκας στρατού ή στρατοπέδου 2. α) ένας από τους πέντε εκτάκτους, δηλαδή τους αποσπασμένους σε ειδική υπηρεσία, που ήταν προσκολλημένος στην πρώτη τάξη ή στο πρώτο σύνταγμα στρατιωτών β) καθένας από τους… … Dictionary of Greek
Heliaia — or Heliaea(Greek: polytonic|Ήλιαία) (Doric: Halia) was the supreme court of ancient Athens. Τhe generally held scientific view is that the court drew its name from the ancient Greek verb polytonic|Ήλιάζεσθαι, which means polytonic|συναθροίζεσθαι … Wikipedia
Heliea — Recinto de las ruinas del tribunal de la Heliea. Stoa de Átalo al fondo. Ágora de Atenas. La Heliea (griego antiguo Ήλιαία) (dórico Halia) era el Tribunal Supremo de la Antigua Atenas. En general, se sostiene que el nombre del tribunal provi … Wikipedia Español
Керики — Керик (греч. Κήρυξ (Κήρυκας)) персонаж древнегреческой мифологии. Сын Евмолпа из Элевсина [1], родоначальник аттического рода Кериков. Впрочем, род Кериков называл его сыном Аглавры II и Гермеса [2]. Или сын Гермеса и Пандросы [3]. Впервые… … Википедия